Του Γιώργου Τζιλιάνου & Στάθη Τσαγκαρουσιάνου
Η 90χρονη λαϊκή αγγειοπλάστρια της Σίφνου έχει δημιουργήσει, σχεδόν χωρίς να το ξέρει, ένα έργο αφελούς ποιητικής χάρης που δεν έχει όμοιο.
Άγία Άννα, Αρτεμώνας Σίφνου. Λίγα χρόνια πριν…
Του Γιώργου Τζιλιάνου
Παίρνω την μηχανή για την θάλασσα. Στην στροφή μετά το «Μαρόκο» μου, στη μέση της ανηφόρας, η γιαγιά Κατέ. Δεν την γνώριζα τότε. Κρατάει ένα μεγάλο κερί, κουνάει και τα δυό της χέρια για να με σταματήσει.
― Καλημέρα
― Καλημέρα παιδάκι μου, θέλω να με πας στον Άγιο Κωνσταντίνο ν’ ανάψω το κερί, δεν με βαστάν’ το πόδια μου.
― !!!
Η μηχανή ψηλή (ΧΤ650), μένω για λίγο κάγκελο, πώς θα ανέβει; Αμέσως κατάλαβα ότι δεν είχα επιλογή. Πλεύρισα σε μια πεζούλα δίπλα, ανέβηκε πολύ πιό άνετα απ’ όσο νόμιζα και καβάλησε, χωρίς να σταματάει να μιλάει.
Η απόσταση κανονικά δεν είναι ούτε πέντε λεπτά, την κάναμε καμιά δεκαριά και βάλε. Σε όλη την διαδρομή με ράντιζε με ευχές, τόσες που δεν έχω πάρει ποτέ.
Σε μια στροφή, πριν την πλατεία, το κερί έπεσε στον δρόμο. Στιγμιαίος βουβός πανικός!
― Δεν πειράζει, θα σου πάρω άλλο από την εκκλησία, την ησύχασα.
Έτσι, συνέχισε σε κρεσέντο το ευχολόγιο. Δεν θυμάμαι αν ήταν αυτή τη φορά ή κάποια επόμενη που μου ευχήθηκε, «ο θεός να σου δώσει μιά καλή αγάπη». Αυτό το «καλή» κουδουνίζει ακόμα και σήμερα στα αυτιά μου. Λες και ήξερε…
Σκυμμένη πάνω στο τραπεζάκι της ζωγραφίζει πιατέλες και κούπες με δέντρα, πουλάκια (ζευγάρια πάντα) και ψάρια. Από το 1950 ζωγραφίζει πάνω στα κεραμεικά, του άντρα της και κατόπιν σε αυτά του γιού και των εγγονιών της. Μιά ζωή.
Φτάσαμε στον Άγιο Κωσταντίνο που ευτυχώς έχει μια πεζούλα απέξω. Κατέβηκε πιό ανάλαφρα από όσο ανέβηκε. Πήραμε και το κερί και όλα μιά χαρά.
Έτσι γνωριστήκαμε με την γειτόνισσα, Κατέ(ρινα) Λεμπέση.
Την είχα δει ξανά βέβαια σε επισκέψεις μου στο εργαστήριο κεραμεικής του γιού της Γιάννη, σκυμμένη πάνω στο τραπεζάκι της να πλουμίζει πιατέλες και κούπες με δέντρα, πουλάκια (ζευγάρια πάντα) και ψάρια. Από το 1950 ζωγραφίζει πάνω στα κεραμεικά, του άντρα της και κατόπιν σε αυτά του γιού και των εγγονιών της. Μιά ζωή.
Κάθε χρόνο θα την επισκεφτω αρκετές φορές μέσα στο καλοκαίρι, όχι μόνο για να αποκτήσω κάποιο από τα ποιήματά της ή για παραγγελίες φίλων, αλλά και απλά να την δω. Να πούμε για πολλοστή φορά τα ίδια, που όμως κάθε φορά είναι σαν πρώτη.
Τελευταία απλώνει αυτό που κάνει, εδώ και πολύ περισσότερο από μισό αιώνα, και στο χαρτί. Κοιτάζοντας τις ζωγραφιές της θα καταλάβεις με τη μία αυτό που η ίδια λέει, «από την αγάπη μου ζωγραφίζω».
Έτσι είναι.
Η γιαγιά Κατέ σκορπίζει αγάπη και καλοσύνη όχι μόνο με τις ζωγραφιές της. Όταν έρθεις σε επαφή με αυτή την ενενηντάχρονη, με τα πάντα καλοχτενισμένα της μαλλιά, όλα είναι ήρεμα και απλά. Όπως πρέπει.
Αν υπάρχει η loveless generation, ευτυχώς υπάρχει ακόμα και η γιαγιά Κατέ.
Με αφέλεια και χάρη
Του Στάθη Τσαγκαρουσιάνου
Τα κεραμεικά της Κατέ Λεμπέση, αφημένα ατάκτως στο πάτωμα του εργαστηρίου της, διατίθενται απλώς προς πώληση. Δεν προσποιούνται τα καλλιτεχνήματα. Είναι.
Σε τραβάει αμέσως η θεία αφέλειά τους.
Πώς είναι έτσι αυτά τα πουλάκια – με τεράστια κεφάλια, μια γραμμή για σώμα και μικροσκοπικά φτερά; Και πώς, παρόλα αυτά, δίνουνε τέλεια την αίσθηση ότι πετούν ανάμεσα στα φύλλα ενός ασφαλούς, αδιατάρακτου παράδεισου;
Και τα χρώματα; Πώς μέσα στην ακραία οικονομία τους (τα περισσότερα έχουν μονο έναν ή δυο τόνους) δίνουν τέτοια πλούσια αίσθηση, σα να είναι προϊόν της πιο πειθαρχημένης δεξιοτεχνίας;
Ο Σίλερ στο εκπληκτικό ρομαντικό δοκίμιό του «Περί αφελούς και συναισθηματικής ποιήσεως» (εκδ. Στιγμή), δίνει την απάντηση:
«Ο ποιητής ή είναι φύση ή την ζητά. Στην πρώτη περίπτωση είναι αφελής, στη δεύτερη συναισθηματικός.»
Η γιαγιά Λεμπέση είναι φύση. Δεν ξέρει καν γιατί και πώς βάζει εδώ ένα σμήνος παχειές μέλισσες, κι εκεί ένα κίτρινο ψάρι με πράσινα λέπια που καταπίνει ένα άλλο επίσης πράσινο. Γιατί σε ένα κλαδί δάφνης που υψώνεται γεωμετρικά με ανοιχτά κλαδιά, ένα κλαδί (μόνο ένα) ξαφνικά λυγίζει, δίνοντας με μετρημένη ένταση την αίσθηση του άερα.
Αυτή η δεξιοτεχνία δεν είναι κατακτημένη μέσω του στοχασμού, αλλά μέσω του αισθήματος- η γιαγιά Κατέ, ζωγραφίζει έτσι τα πράγματα, γιατί απλώς δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Είναι η ίδια τα πουλιά κι η δάφνη. Τα ψάρια είναι μέσα της.
Μπαίνοντας στην ημιϋπόγεια κάμαρά της (στην Αγία Άννα -όχι στο νέο υποκατάστημα του γιού της στην Απολλωνία), το διαπιστώνεις. Ζει μέσα σε όσα ζωγράφισε ότι ζει! Έβγαλε από μέσα της τον μοναδικό της κόσμο και μετά ξαναμπήκε μέσα του και ζει. Πάνω απ΄το νεροχύτη της ρόδια, πουλιά και μαργαρίτες· πάνω απ’ το νιπτήρα της πλακάκια ζωγραφισμένα με φωσφορικά ψάρια και υπερφυσικά πτερύγια.
Κοιμάται σε ένα μονό κρεβάτι κάτω από εικονίσματα και την «ταπισερί» μιας σπανιόλας που χορεύει φλαμένκο, χτυπώντας καστανιέτες.
Γύρω της, υπάρχουν μόνο τα χρειώδη. Δεν της λείπει τίποτα. Τα φτιάχνει αν χρειαστεί με μια αυθόρμητη μονοκοντυλιά.
Υπάρχουν κι άλλα ενδιαφέροντα εργαστήρια αγγειοπλαστικής στη Σίφνο και άλλα νησιά του Αιγαίου. Πολλά έχουν στυλ. Όμως, τα (παλιά και δυσεύρετα πλέον) έργα αυτής της ενενηντάχρονης γυναίκας στον Αρτεμώνα, έχουν ποίηση.