Η παρούσα διπλωματική αφορά τη δημιουργία ενός αρχαιολογικού μουσείου-ερευνητικού κέντρου στην Πάρο, ικανού να στεγάσει τις ανάγκες μελέτης, συντήρησης και προβολής του εξαιρετικά πλούσιου αρχαιολογικού υλικού που παρέχει το νησί αλλά και το ευρύτερο σύμπλεγμα Αντιπάρου – Δεσποτικού, καθώς το υπάρχον αρχαιολογικό μουσείο κρίνεται ανεπαρκές.
Φοιτήτρια: Μεσσήνη Κατερίνα
Επιβλέπουσα: Σόνια Χαραλαμπίδου
Σύμβουλος: Παναγιώτης Βασιλάτος
Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών, Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο
Ημερομηνία Παρουσίασης: Απρίλιος 2015
Η Πάρος αποτελεί το τρίτο σε μέγεθος νησί των Κυκλάδων και ο πληθυσμός της ανέρχεται στους 13.710 κατοίκους.
Τα σχετικά εύφορα εδάφη αλλά και η καίρια γεωγραφική θέση της στο κεντρικό Αιγαίο, στο σταυροδρόμι των θαλάσσιων δρόμων, αποτέλεσε τη διαχρονική βάση για την ανάπτυξη του νησιού, ήδη από τους προϊστορικούς χρόνους.
Σήμερα, η οικονομία της Πάρου είναι σχεδόν εξ ολοκλήρου στραμμένη προς τον τουρισμό και η προσπάθεια ανάδειξης του ιστορικού πλούτου του νησιού συχνά επιδιώκεται στα πλαίσια μιας διαφημιστικής αντίληψης με καθαρά εμπορικό είτε τοπικιστικό χαρακτήρα.
Στον αντίποδα αυτής της τάσης, η πρόταση της διπλωματικής αφορά τη δημιουργία όχι μόνο ενός μουσειακού χώρου αλλά και ενός πολυδύναμου κέντρου, που να προωθεί με επιστημονικό τρόπο τη γνώση γύρω από την ιστορία του νησιού, τόσο για τον κάτοικο όσο και για τον επισκέπτη.
Η περιοχή μελέτης εφάπτεται αυτού του άξονα, αλλά βρίσκεται και σε μια πολύ καλή σχέση με τον κύριο πεζόδρομο της Εκατονταπυλιανής, παρουσιάζοντας πλεονεκτήματα τόσο ως προς τη σύνδεση με το κέντρο του οικισμού και τα χαρακτηριστικά του τοπόσημα όσο και την εύκολη πρόσβαση με όχημα.
Παράλληλα γειτνιάζει με μεγάλους ελεύθερους χώρους και κτιριακά σύνολα που απομακρύνονται από τις αναλογίες του συνεκτικού ιστού, γεγονός που διευκολύνει την ένταξη μιας κατ’ ανάγκην μεγάλης κλίμακας πρότασης.
Τέλος, οι περισσότεροι υπάρχοντες αρχαιολογικοί χώροι της Παροικιάς βρίσκονται σε εγγύτητα με την περιοχή μελέτης και υπάρχει η δυνατότητα σύνδεσής τους μέσα από ένα πλέγμα προτεινόμενων διαδρομών.
Το οικόπεδο αποτελείται από εκτάσεις που ανήκουν στο δήμο και ένα ιδιόκτητο τμήμα εκτός σχεδίου για το οποίο προβλέπεται απαλλοτρίωση.
Το 1984 έγινε μελέτη για τη δημιουργία πολιτιστικού κέντρου στην περιοχή, οπότε και ήρθαν στο φως τμήματα ελληνιστικών οικιών με ψηφιδωτά.
Στα επόμενα χρόνια ακολούθησαν ανασκαφές που δεν ολοκληρώθηκαν. Παρά την αναγνώριση τμήματος της περιοχής ως αρχαιολογικού χώρου, σήμερα αυτή βρίσκεται σε υποβάθμιση ενώ παραλαμβάνει λειτουργίες στάθμευσης.